μέθυσοι

μέθυσοι
μέθυσος
drunk with wine
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεθύσοι — μεθύσοῑ , μεθύσκω make drunk fut opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • пи˫аница — ПИ˫АНИЦ|А (70), Ѣ (А) с. Человек, склонный к пьянству, пьяница: ˫Ако пи˫аницѧ бѣсьнааго го||рии ѥсть. (ὁ μεϑύων) Изб 1076, 89–90; Дѣлатель. пи˫аница не ‹о›богатѣѥть. (μέϑυσος) Там же, 169; аще не клѥветьници бѹдѹть. аще не пь˫аницѣ аще не готови… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • SINOPE — I. SINOPE Amazonum una, a qua urbi nomen, de qua infra. II. SINOPE colonia et urbs maritima Paphlagoniae, πόλις διαφανεςτάτη τȏυ πόντου, urbs Ponti illustrissima, Strab. l. 12. inter Cytorum ad occasum 100. mill. pasl. et Amisum ad Eurum paulo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • οινολογία — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τις μεθόδους παραγωγής, βελτίωσης και διατήρησης των κρασιών. Από το ένα μέρος πραγματεύεται τις φροντίδες που πρέπει να καταβάλλονται προς την πρώτη ύλη, το σταφύλι, κατά τις διαδοχικές φάσεις της ωρίμασης και του …   Dictionary of Greek

  • σανάπαι — Α (θρακική λ.) (στον Εκατ.) μέθυσοι …   Dictionary of Greek

  • Βελάσκεθ, Ντιέγκο Ροντρίγκεθ ντε Σίλβα ι- — (Diego Rodriguez da Silva y Velazquez, Σεβίλη 1599 – Μαδρίτη 1660). Ισπανός ζωγράφος. Ήταν παιδί ακόμα όταν άρχισε τη μαθητεία του στο εργαστήριο του Φρανθίσκο Πατσέκο. Παρά τον όψιμο μανιερισμό του δασκάλου του, ο Β. ενδιαφέρθηκε περισσότερο για …   Dictionary of Greek

  • μέθυσος — ο αυτός που συνηθίζει να μεθάει, ο μπεκρής, ο μεθύστακας: Πολλοί γνωστοί του ήταν μέθυσοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”